- σκουλήκιασμα
- τοαπόκτηση σκουληκιών: Ράντισε τα δέντρα με δηλητήριο, για να εμποδίσει το σκουλήκιασμα των καρπών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουλήκιασμα — το, Ν [σκουληκιάζω] προσβολή από σκουλήκια … Dictionary of Greek
σκωλήκωσις — ώσεως, ἡ, Α [σκωληκοῡμαι] το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek
σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek